Oι δημοσκοπήσεις κατά κανόνα δίνουν μια γενική αίσθηση του πολιτικού κλίματος. Υπάρχουν ωστόσο και τάσεις ή δυναμικές που δεν αποτυπώνονται με σαφήνεια. Εξ ου και είναι σωστό η όποια ανάλυση να στηρίζεται πάντα σε συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών ευρημάτων. Τι δείχνουν με σαφήνεια οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος:
Εμφανή επιβάρυνση του πολιτικού κλίματος. Οι δείκτες κοινωνικής εμπιστοσύνης και συλλογικής αισιοδοξίας έχουν μειωθεί σημαντικά. Η ικανοποίηση από την κυβέρνηση, η δημοφιλία του πρωθυπουργού, η εικόνα των περισσότερων κομμάτων το ίδιο. Η αξιοπιστία των θεσμών είναι πολύ χαμηλή. Η δε γενικότερη ανησυχία τροφοδοτείται και από ένα ταραγμένο και ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Δείχνουν ωστόσο ότι παρά τη σαφή κάμψη στα ποσοστά της, το προβάδισμα της Ν.Δ. διατηρείται. Είναι δε το πιο μακρύ διάστημα πολιτικού προβαδίσματος που έχει καταγράψει κόμμα στη Μεταπολίτευση. Οσο αυτό διατηρείται, έστω και μειωμένο, λειτουργεί συσπειρωτικά στο εσωτερικό του κόμματος και αποτρέπει μια πιθανή απότομη καθίζηση. Η αίσθηση κυριαρχίας πάντως της Ν.Δ. που υπήρχε μέχρι πριν από κάποιους μήνες δεν υπάρχει πια, ενώ επιπλέον δείχνουν να στερεύουν σημαντικά οι εκλογικές δεξαμενές της. Οι διαρροές στα δεξιά της έχουν παγιωθεί, ενώ καταγράφει πλέον απώλειες και στον ενδιάμεσο χώρο.
Δείχνουν ακόμη ότι η φθορά της κυβέρνησης δεν κεφαλαιοποιείται από ένα κυρίως κόμμα, αλλά είναι διάσπαρτη και με πολλούς ψηφοφόρους (και της Ν.Δ.) σε στάση αναμονής. Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης πιο ενισχυμένα δείχνουν εκείνα με αντισυστημικά χαρακτηριστικά. Ελληνική Λύση (Βελόπουλος), Πλεύση Ελευθερίας (Κωνσταντοπούλου) και Φωνή Λογικής (Λατινοπούλου) έχουν δυναμική ανόδου. Είναι όμως και τα τρία –και ειδικά τα δύο πρώτα– τοποθετημένα πιο κοντά σε αυτό που θεωρούμε «κόμμα διαμαρτυρίας» και δύσκολα μπορεί να τα φανταστεί κάποιος σε κυβερνητικό σχήμα.
Αντιθέτως, τα πιο «συστημικά» – παραδοσιακά αντιπολιτευτικά κόμματα κεφαλαιοποιούν πιο δύσκολα την όποια κυβερνητική δυσαρέσκεια. Το μεν ΠΑΣΟΚ, παρά την επιστροφή του σε πρωταγωνιστικό ρόλο, μοιάζει στάσιμο το τελευταίο δίμηνο, καθώς η αυξανόμενη αντισυστημικότητα περιορίζει τις εισροές από τα αριστερά του, την ίδια ώρα που δεν έχει ανακτήσει στον βαθμό που θα ήθελε ψηφοφόρους από τη Ν.Δ. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, αν και μετά την εκλογή του κ. Φάμελλου έχει βγει από τη διαλυτική εσωστρέφεια που βίωσε προ μηνών, σε καμία περίπτωση δεν έχει τον παλαιό ρόλο ή δυναμική του. Συνεπώς, ζητήματα που λειτουργούν ως θρυαλλίδα ριζοσπαστικοποίησης φαίνεται να ευνοούν κατά κανόνα τα κόμματα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά.
Δείχνουν ακόμη οι δημοσκοπήσεις ότι οι συνεργασίες μεταξύ κομμάτων αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα. Οταν το ερώτημα τίθεται αόριστα, η κοινή γνώμη είναι πιο θετική. Οταν τίθεται στη βάση συγκεκριμένων προτάσεων συνεργασίας αντιμετωπίζονται πιο αρνητικά, ένδειξη και αυτό της φθοράς που κουβαλούν οι περισσότεροι πολιτικοί πρωταγωνιστές.
Οσο οι εξελίξεις καθορίζονται από γεγονότα που λειτουργούν ως θρυαλλίδα ενός βαθύτερου ριζοσπαστισμού και όσο παγιώνεται ένα κατακερματισμένο και ρευστό πολιτικό τοπίο, κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό.
Υπάρχουν όμως και αρκετές δημοσκοπικές «γκρίζες ζώνες». Τι δεν αποτυπώνουν με σαφήνεια οι δημοσκοπήσεις:
Την ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας: δείχνουν μεν κάμψη της κυβέρνησης και μείωση του δείκτη πολιτικής και θεσμικής εμπιστοσύνης, αλλά δεν μπορούν να μετρήσουν με ακρίβεια το βάθος της δυσαρέσκειας, το πόσο στέρεη είναι και το αν είναι τελικά ανατάξιμη.
Ασαφές είναι επίσης –στην παρούσα φάση τουλάχιστον– το ποιο θα είναι το διακύβευμα των εκλογών. Κάποια πολιτικά προτάγματα είναι δεδομένα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Οικονομία, εισοδήματα, ατομική προοπτική, εθνική ισχύς, σύγκριση των πολιτικών πρωταγωνιστών. Δεν είναι όμως τα μόνα. Μετράνε και οι ψυχικές ταυτίσεις, η κόπωση, το ύφος εξουσίας. Οι κινήσεις τακτικής κατά την προεκλογική περίοδο επίσης. Οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να προεξοφλήσουν ποιο κριτήριο ψήφου θα επικρατήσει στην τελική ευθεία, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει και το αποτέλεσμα.
Δεν αποτυπώνουν επίσης οι μετρήσεις τη συχνή απόκλιση μεταξύ ατομικής και συλλογικής (απ)αισιοδοξίας. Αυτά δεν ταυτίζονται πάντα. Επειδή στις μετρήσεις αποτυπώνεται με μεγαλύτερη ευκολία η αρνητική προδιάθεση, ενίοτε ο δείκτης συλλογικής αισιοδοξίας (π.χ. η πορεία της χώρας) είναι χειρότερος από τον ατομικό. Ομως, ο ατομικός ενίοτε είναι πιο καθοριστικός στη διαμόρφωση ψήφου. Εξ ου και παραβλέπονται συχνά οι επιδράσεις της ασκούμενης πολιτικής σε στοχευμένα εκλογικά κοινά. Κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στις εκλογές και του 2019 και του 2023.
Δεν δείχνουν επίσης οι δημοσκοπήσεις ποιος θα μπορούσε να καρπωθεί το κλίμα δυσαρέσκειας από την κυβέρνηση. Τα πιο «αντισυστημικά» κόμματα έχουν εκλογικό ταβάνι επειδή δεν διαθέτουν «κυβερνητικό» προφίλ. Τα πιο παραδοσιακά δεν έχουν αναπτύξει ισχυρή δυναμική. Οσο οι εξελίξεις καθορίζονται από γεγονότα που λειτουργούν ως θρυαλλίδα ενός βαθύτερου ριζοσπαστισμού και όσο παγιώνεται ένα κατακερματισμένο και ρευστό πολιτικό τοπίο, κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό.
Και εδώ αποδεικνύεται πολύ κομβικό για τις μελλοντικές εξελίξεις το ζήτημα των Τεμπών. Η δημοσκοπική εμπειρία των δύο τελευταίων ετών δείχνει ότι όποτε το θέμα έρχεται στην επικαιρότητα η Ν.Δ. καταγράφει κάμψη. Oποτε φεύγει από την πρώτη γραμμή, η Ν.Δ. ανακάμπτει, καθώς η πολιτική αντιπαράθεση μετατοπίζεται στα σημεία της δικής της υπεροχής. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο –και εύλογα φυσικά λόγω της σοβαρότητάς του και της ευαισθησίας που προκαλεί– ότι θα είναι κεντρικό το επόμενο διάστημα λόγω των δικαστικών και πολιτικών εξελίξεων γύρω από αυτό. Επειδή όμως είναι ένα ζήτημα που –έως τώρα τουλάχιστον– μοιάζει να τροφοδοτεί περισσότερο την αντισυστημικότητα, επανερχόμαστε στην προηγούμενη διαπίστωση. Oτι οι ευρύτερες διεργασίες που μπορεί να προκαλέσει δεν μπορούν να προβλεφθούν.
Ευτύχης Βαρδουλάκης
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.
www.kathimerini.gr